- προσηγόρημα
- -ήματος, τὸ, Α [προσηγορῶ]εκείνος ή εκείνοι στους οποιούς απευθύνει κανείς την προσηγορία («ὦ παῑδες, ὦ πικρὸν φίλων προσηγόρημα», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσηγόρημα — object of one s address neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)